- ανιλαστος
- ἀνίλαστοςἀν-ίλαστος2(ῑ) неумолимый
(θεός Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(θεός Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανίλαστος — ἀνίλαστος, ον (Α) αυτός που δεν εξιλεώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ιλάσκομαι «εξιλεώνω, καταπραΰνω] … Dictionary of Greek
ἀνίλαστος — ἀνί̱λαστος , ἀνίλαστος unappeased masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνίλαστε — ἀνί̱λαστε , ἀνίλαστος unappeased masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)